-
1 προσγελάω
A smile at one, τινα Hdt. 5.92.γ, E.Med. 1162, Pl.R. 566d, etc.;σὲ.. τὰ.. φυτὰ προσγελάσεται Ar.
l.c.: c. acc. cogn., προσγελᾶτε τὸν πανύστατον γέλων smile your last smile upon me, E.Med. 1041.2 greet. the senses, ;πιστὰ γάρ σε προσγελᾷ θεᾶς ἔπη S.Ichn.291
;προσγελῶσά τε λοπὰς παφλάζει Eub.109
, cf. Diph.33.5.3 later c. dat., smile upon, , cf. LXXSi. 13.6, Lib.Or.48.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσγελάω
См. также в других словарях:
πανύστατος — η, ο / πανύστατος, άτη, ον, ΝΑ ο ολωσδιόλου τελευταίος, ο έσχατος όλων («προσγελᾱτε τὸν πανύστατον γέλων», Ευρ.) αρχ. (το ουδ. ως επίρρ.) πανύστατον και πανύστατα για τελευταία φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὕστατος] … Dictionary of Greek